χαρχάλι

χαρχάλι
το, Ν
1. λειρί πετεινού
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τη λ. χηλή* / χαλά, μέσω ενός τ. *χαλχάλι (< χαλά, με αναδίπλωση τής πρώτης συλλαβής), με ανομοίωση τού -λ- σε -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαρχάλι — το (λ. λατ.) 1. το λειρί του κόκορα. 2. περιδέραιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… …   Dictionary of Greek

  • harhal — harhál, harháluri, s.n. (înv.) salbă, colan. Trimis de blaurb, 19.05.2006. Sursa: DAR  harhál (harháluri), s.m. – Colier. ngr. χαρχάλι, din tc. halhal (DAR). sec. XXVIII, înv. Trimis de blaurb, 14.11.2008. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”